- προκαθαρπάζω
- Α [καθαρπάζω]αρπάζω βίαια κάποιον ή κάτι προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαθαρπάσας — προκαθαρπά̱σᾱς , προκαθαρπάζω snatch away before fut part act fem acc pl (doric) προκαθαρπά̱σᾱς , προκαθαρπάζω snatch away before fut part act fem gen sg (doric) προκαθαρπάσᾱς , προκαθαρπάζω snatch away before aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)